Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐπιδινέω < ἐπι- + δινέω

  Ρήμα επεξεργασία

ἐπιδινέω

  1. περιστρέφω
  2. (στη μέση φωνή) περιστρέφω, τριγυρίζω στο μυαλό μου, σκέφτομαι
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 20 (υ. Τὰ πρὸ τῆς μνηστηροφονίας.), στίχ. 218 (217-218)
    αὐτὰρ ἐμοὶ τόδε θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι φίλοισι | πόλλ᾽ ἐπιδινεῖται·
    Αλλά κι εμένα μέσα στο μυαλό μου στριφογυρίζει πάντα | η ίδια σκέψη·
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
  3. (στην παθητική φωνή) στριφογυρίζω, όπως τα πουλιά στον αέρα

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία