ἐπίτευξις
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἐπίτευξῐς | αἱ | ἐπιτεύξεις |
γενική | τῆς | ἐπιτεύξεως | τῶν | ἐπιτεύξεων |
δοτική | τῇ | ἐπιτεύξει | ταῖς | ἐπιτεύξεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | ἐπίτευξῐν | τὰς | ἐπιτεύξεις |
κλητική ὦ! | ἐπίτευξῐ | ἐπιτεύξεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐπιτεύξει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐπιτευξέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ἐπίτευξις θηλυκό
- επιτυχία στο στόχο
- (ελληνιστική σημασία) η επιτυχής ολοκλήρωση ενός στόχου, επίτευξη
Πηγές επεξεργασία
- ἐπίτευξις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.