Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἐπίταξῐς αἱ ἐπιτάξεις
      γενική τῆς ἐπιτάξεως τῶν ἐπιτάξεων
      δοτική τῇ ἐπιτάξει ταῖς ἐπιτάξεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ἐπίταξῐν τὰς ἐπιτάξεις
     κλητική ! ἐπίταξῐ ἐπιτάξεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐπιτάξει
γεν-δοτ τοῖν  ἐπιταξέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐπίταξις < ἐπιτάσσω + -ξις < ἐπί + τάσσω. Μορφολογικά, ἐπί- + τάξις.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἐπίταξις θηλυκό

  1. προσταγή, διαταγή, επιταγή
  2. εντολή
  3. τάξη
  4. (ελληνιστική σημασία) απαίτηση φόρου

Εκφράσεις επεξεργασία

  • ἐπίταξις τοῦ φόρου: διακανονισμός της φορολογίας, φορολογική τακτοποίηση ή η φορολόγηση κατ' αναλογία

  Πηγές επεξεργασία