ἐξαμβλόω
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἐξαμβλόω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα επεξεργασία
ἐξαμβλόω
- (ιατρική) προκαλώ έκτρωση
- (ιατρική) (για εγκύους) αποβάλλω
- (μεταφορικά) κάνω κάτι χωρίς τέλος ή που είναι μάταιο
- (κατ’ επέκταση) διαφθείρω