Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐξαλύσκω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

ἐξαλύσκω

  • δραπετεύω, διαφεύγω
    ※  5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Ἱππόλυτος, στίχ. 673 (673-674)
    πᾶι ποτ᾽ ἐξαλύξω τύχας; | πῶς δὲ πῆμα κρύψω, φίλαι;
    Πούθε και πώς να γλίτωνα | απ᾽ το κακό που μ᾽ ήβρε! | Πού να κρυφτώ;
    Μετάφραση (1965): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Κέδρος @greek‑language.gr
    ※  5ος αιώνας πκε, Σοφοκλής, Αἴας, 654-656
    ἀλλ᾽ εἶμι πρός τε λουτρὰ καὶ παρακτίους | λειμῶνας, ὡς ἂν λύμαθ᾽ ἁγνίσας ἐμὰ | μῆνιν βαρεῖαν ἐξαλύξωμαι θεᾶς·
    Λοιπόν το αποφασίζω, θα πάω να λούσω το κορμί μου | πέρα στους λειμώνες, εκεί στο περιγιάλι, να το εξαγνίσω | από τον ρύπο, ανίσως και γλιτώσω απ᾽ τη βαριά οργή της Αθηνάς.
    Μετάφραση (2012): Δημήτρης Μαρωνίτης @greek‑language.gr
    Θα πάω και θα λουστώ εκεί πέρα στα | λιβάδια στ᾽ ακρόγιαλο κοντά, για να ξεπλύνω το μολυσμένο απ᾽ τη σφαγή κορμί μου | κι απ᾽ το βαρύ θυμό για να ξεφύγω της θεάς.
    Μετάφραση (2000): Τ. Ρούσσος @greek‑language.gr
    ※  5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Ἠλέκτρα, στίχ. 219 (218-219)
    φυγῆι σὺ μὲν κατ᾽ οἶμον, ἐς δόμους δ᾽ ἐγὼ | φῶτας κακούργους ἐξαλύξωμεν ποδί.
    μπρος, τρέχα στον δρόμο εσύ κι εγώ μες στην καλύβα | φεύγοντας, να σωθούμε απ᾽ τους κακούργους.
    Μετάφραση (1988): Τάσος Ρούσσος, Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών @greek‑language.gr

Παράγωγα επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία