Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ἐξαερωτήρ
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ἐξαερωτήρ
αρσενικό
(
καθαρεύουσα
) ο
εξαερωτήρας