Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐξαγωγή < ἐξάγω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἐξαγωγή θηλυκό

  1. προέλαση στρατιωτών
  2. εφέλκυση, τράβηγμα πλοίου έξω από τη θάλασσα
  3. μεταφορά εμπορευμάτων προς τα έξω, εξαγωγή εμπορευμάτων