Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐντεροκάρδια < ἐντερο- + καρδ(ία) + (πληθυντικός -ια)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἐντεροκάρδια ουδέτερο στον πληθυντικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία