Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐνιαχοῦ < αρχαία ελληνική ἐνιαχοῦ

  Επίρρημα επεξεργασία

ἐνιαχοῦ

  1. πολυτονική γραφή του ενιαχού



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐνιαχοῦ < ἔνιοι

  Επίρρημα επεξεργασία

ἐνιαχοῦ

  1. σε μερικά μέρη, σε μερικά σημεία
  2. μερικές φορές
  3. σε μερικές περιπτώσεις