ἐνιαχοῦ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἐνιαχοῦ < αρχαία ελληνική ἐνιαχοῦ
Επίρρημα επεξεργασία
ἐνιαχοῦ
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἐνιαχοῦ < ἔνιοι
Επίρρημα επεξεργασία
ἐνιαχοῦ
- σε μερικά μέρη, σε μερικά σημεία
- μερικές φορές
- σε μερικές περιπτώσεις