Ἁγιοκατερινίτης
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Ἁγιοκατερινίτης < (Ἁγια)κατερινίτης με Ἁγιο-
Ουσιαστικό επεξεργασία
Ἁγιοκατερινίτης αρσενικό
- (χριστιανισμός) μορφή του Ἁγιοκατερινίτης
Δείτε επίσης : Ἁγιακατερινίτης |
Ἁγιοκατερινίτης αρσενικό