Δείτε επίσης: Αντίκυρα, Ἀντίκυρα, Ἀντίκυρρα

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Ἀντικύρ
      γενική τῆς Ἀντικύρᾱς
      δοτική τῇ Ἀντικύρ
    αιτιατική τὴν Ἀντικύρᾱν
     κλητική ! Ἀντικύρ
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ἀντικύρα < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ἀντικύρα θηλυκό

  1. (πόλεις) άλλη γραφή του Ἀντίκυρα
  2. γυναικείο όνομα

  Αναφορές επεξεργασία