Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ἀγαθοδαίμων < ἀγαθός + δαίμων [1]

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ἀγαθοδαίμων αρσενικό
  1. αγαθοποιό πνεύμα της αρχαιότητας
  2.  ανδρικό όνομα

  Αναφορές επεξεργασία