Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ἅπτεσθε

  • β΄ πρόσωπο πληθυντικού στην προστακτική μέσου ενεστώτος του ρήματος ἅπτω
→ δείτε τη λέξη  ἅπτω