↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἄχροι αἱ ἄχροιαι
      γενική τῆς ἀχροίᾱς τῶν ἀχροιῶν
      δοτική τῇ ἀχροί ταῖς ἀχροίαις
    αιτιατική τὴν ἄχροιᾰν τὰς ἀχροίᾱς
     κλητική ! ἄχροι ἄχροιαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀχροί
γεν-δοτ τοῖν  ἀχροίαιν
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἄχροια < ἄ- στερητικό + χροιά

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἄχροια, -ας θηλυκό

  1. έλλειψη ή απουσία χρώματος, ωχρότητα
    ※  5ος πκε αιώνας Ἱπποκράτης, De diaeta, 3.76, @scaife.perseus
    Ἡ μὲν οὖν τροφὴ ἐρυγγάνεται, αὐτὸ δὲ ὑπὸ τὸ δέρμα ἐξωθέεται, καὶ τῷ ἀνθρώπῳ ἄχροιαν ἐμποιέει, καὶ νούσους ὑδρωποειδέας ἀποκυΐσκει.
  2. ξεθώριασμα

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία