Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἄσπονδος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

ἄσπονδος

  1. ο χωρίς σπονδή