Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ἄρχεται

  • γ΄ πρόσωπο ενικού οριστικής μέσου και παθητικού ενεστώτα του ρήματος ἄρχω