Δείτε επίσης: Ἄρκευθος, άρκευθος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἄρκευθος αἱ ἄρκευθοι
      γενική τῆς ἀρκεύθου τῶν ἀρκεύθων
      δοτική τῇ ἀρκεύθ ταῖς ἀρκεύθοις
    αιτιατική τὴν ἄρκευθον τὰς ἀρκεύθους
     κλητική ! ἄρκευθε ἄρκευθοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀρκεύθω
γεν-δοτ τοῖν  ἀρκεύθοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμινος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἄρκευθος, ήδη τον 5ο αιώνα στον Ιπποκράτη < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἄρκευθος, -ου θηλυκό

Παράγωγα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία