ἄγρευμα
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἄγρευμα < ἀγρεύω
Ουσιαστικό επεξεργασία
ἄγρευμα-ατος ουδέτερο
- αυτό που πιάνεται στο κυνήγι, το θήραμα, αλλά και αυτό που συλλέγεται (π.χ. τα λουλούδια)
- τα μέσα σύλληψης του θηράματος (π.χ. τα κυνηγόσκυλα, το δίχτυ), αλλά και τα μέσα παγίδευσης ανθρώπων (σαν το δίχτυ που έρριξαν στον Αγαμέμνονα)