Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἁγιοφανής < ελληνιστική ἅγιος + φαίνομαι (εφάνην)

  Επίθετο επεξεργασία

ἁγιοφανής, -ης, -ες

  1. αυτός που εμφανίζεται ως άγιος.
  2. (μεταφορικά) ο αλλόκοτος