Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

ἀχέων < το ἄχος (καημός, θρήνος, πόνος ψυχής, θλίψη, λύπη, στενοχώρια)

  • γενική πληθυντικού της λέξης ἄχος