ἀφοῦ
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἀφοῦ (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἀφ' οὗ (χρόνου)
Σύνδεσμος επεξεργασία
ἀφοῦ
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ἀφοῦ
- β΄ ενικό προστακτικής μέσου αορίστου β΄ του ρήματος ἀφίημι
Δείτε επίσης : αφού |
ἀφοῦ
ἀφοῦ