ἀσφάλισμα
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ἀσφάλισμᾰ | τὰ | ἀσφαλίσμᾰτᾰ | ||||
γενική | τοῦ | ἀσφαλίσμᾰτος | τῶν | ἀσφαλισμᾰ́των | ||||
δοτική | τῷ | ἀσφαλίσμᾰτῐ | τοῖς | ἀσφαλίσμᾰσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸ | ἀσφάλισμᾰ | τὰ | ἀσφαλίσμᾰτᾰ | ||||
κλητική ὦ! | ἀσφάλισμᾰ | ἀσφαλίσμᾰτᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀσφαλίσμᾰτε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀσφαλισμᾰ́τοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἀσφάλισμα < ἀσφαλίζω, ἀσφαλισ- + -μα < αρχαία ελληνική ἀσφαλής < σφάλλω
Ουσιαστικό επεξεργασία
ἀσφάλισμα ουδέτερο
Δείτε επίσης επεξεργασία
- σφάλισμα (μεσαιωνικά και νέα ελληνικά)
Πηγές επεξεργασία
- ἀσφάλισμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.