Δείτε επίσης: Ἀστήρ

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ἀστηρ- ἀστερ-
ονομαστική ἀστήρ οἱ ἀστέρες
      γενική τοῦ ἀστέρος τῶν ἀστέρων
      δοτική τῷ ἀστέρ τοῖς ἀστράσι(ν)*
    αιτιατική τὸν ἀστέρ τοὺς ἀστέρᾰς
     κλητική ! ἀστήρ ἀστέρες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀστέρε
γεν-δοτ τοῖν  ἀστέροιν
* Εξαίρεση: Η δοτική πληθυντικού, αντί για *ἀστερ-σι,
όπως στα συγκοπτόμενα ουσιαστικά.
3η κλίση, Κατηγορία 'ἀθήρ' όπως «ἀθήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀστήρ < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀστήρ αρσενικό

Παράγωγα επεξεργασία

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

  Πηγές επεξεργασία