ἀρχιμηνία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἀρχιμηνίᾱ | αἱ | ἀρχιμηνίαι |
γενική | τῆς | ἀρχιμηνίᾱς | τῶν | ἀρχιμηνιῶν |
δοτική | τῇ | ἀρχιμηνίᾳ | ταῖς | ἀρχιμηνίαις |
αιτιατική | τὴν | ἀρχιμηνίᾱν | τὰς | ἀρχιμηνίᾱς |
κλητική ὦ! | ἀρχιμηνίᾱ | ἀρχιμηνίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀρχιμηνίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀρχιμηνίαιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἀρχιμηνία < αρχαία ελληνική ἀρχι- + μήν
Ουσιαστικό επεξεργασία
ἀρχιμηνία θηλυκό
Πηγές επεξεργασία
- ἀρχιμηνία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.