ἀρχιερωσύνη
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἀρχιερωσύνη | αἱ | ἀρχιερωσύναι | ||||
γενική | τῆς | ἀρχιερωσύνης | τῶν | ἀρχιερωσυνῶν | ||||
δοτική | τῇ | ἀρχιερωσύνῃ | ταῖς | ἀρχιερωσύναις | ||||
αιτιατική | τὴν | ἀρχιερωσύνην | τὰς | ἀρχιερωσύνᾱς | ||||
κλητική ὦ! | ἀρχιερωσύνη | ἀρχιερωσύναι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀρχιερωσύνᾱ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀρχιερωσύναιν | ||||||
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||||||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἀρχιερωσύνη (ελληνιστική κοινή) < στη σημασία ἀρχιερεύς, σχηματισμός με ἀρχ- + ἱερωσύνη (< ἱερo- με ωμέγα επειδή προηγείται βραχεία συλλαβή, + -σύνη)
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: Γράφτηκε με ορθογραφική απλοποίηση αρχιεροσύνη, ήδη στα μεσαιωνικά ελληνικά (ἀρχιεροσύνη).
Ουσιαστικό επεξεργασία
ἀρχιερωσύνη, -ης θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- (θρησκεία) το αξίωμα του αρχιερέα, η αρχιεροσύνη
Πηγές επεξεργασία
- ἀρχιερωσύνη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀρχιερωσύνη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.