Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀρμολογέω < λείπει η ετυμολογία

ἀρμολογέω - ἀρμολογῶ (συνηρημένο)

  1. ενώνω, συναρμολογώ, κατασκευάζω
  2. τακτοποιώ, οργανώνω


Παράγωγα

επεξεργασία