Δείτε επίσης: αργώ, Αργώ, Ἀργῶ

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀργῶ < ἀργέω

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ἀργῶ

  1. (για πράγματα) μένω ακίνητος
  2. (παθητική φωνή) δεν εκτελούμαι
  3. (για το χώμα) μένω ακαλλιέργητος

Συγγενικά επεξεργασία