Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀπόκρισις θηλυκό

  1. διαχωρισμός
    ἀπόκρισις χειρόνων ἀπὸ βελτιόνων
  2. (ιατρική) έκκριση
  3. απάντηση, απόκριση
     συνώνυμα: ὑπόκρισις
  4. απολογία

  Αναφορές επεξεργασία

Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883, σελίδα 180