Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀπόγνοι αἱ ἀπόγνοιαι
      γενική τῆς ἀπογνοίᾱς τῶν ἀπογνοιῶν
      δοτική τῇ ἀπογνοί ταῖς ἀπογνοίαις
    αιτιατική τὴν ἀπόγνοιᾰν τὰς ἀπογνοίᾱς
     κλητική ! ἀπόγνοι ἀπόγνοιαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀπογνοί
γεν-δοτ τοῖν  ἀπογνοίαιν
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀπόγνοια < ἀπό- + -γνοια (γιγνώσκω)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀπόγνοια, -ας θηλυκό

  • απόγνωση, απελπισία
    ※  5ος πκε αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 3, 85.3
    καὶ ὡς οὐδὲν αὐτοῖς ἐπράσσετο, ὕστερον χρόνῳ πλοῖα καὶ ἐπικούρους παρασκευασάμενοι διέβησαν ἐς τὴν νῆσον ἑξακόσιοι μάλιστα οἱ πάντες, καὶ τὰ πλοῖα ἐμπρήσαντες, ὅπως ἀπόγνοια ᾖ τοῦ ἄλλο τι ἢ κρατεῖν τῆς γῆς,
    Οι ενέργειές τους δεν είχαν αποτέλεσμα και τότε άρχισαν ν᾽ αρματώνουν καράβια και να στρατολογούν μισθοφόρους. Αποβιβάστηκαν στην Κέρκυρα, εξακόσιοι περίπου, κι έκαψαν τα καράβια τους για να μην έχουν πια άλλη ελπίδα παρά να επικρατήσουν στην ύπαιθρο.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις γιγνώσκω και ἀπογιγνώσκω

  Πηγές επεξεργασία