Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀπολαύω < ἀπο- + λαύω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *leh₂u- (κέρδος, όφελος)

  Ρήμα επεξεργασία

ἀπολαύω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία