ἀποκουντουρίζω
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἀποκουντουρίζω < ἀπό + κουντουρίζω
Ρήμα επεξεργασία
ἀποκουντουρίζω
- αφαιρώ, κόβω την ουρά, καθιστώ κάτι κολοβό
- (μεταφορικά) απομακρύνομαι (με περιφρόνηση)
- (στη μέση φωνή) στενοχωριέμαι
- (στη μέση φωνή) θυμώνω
Άλλες μορφές επεξεργασία
Παράγωγα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- κουντούρι
- κούντουρος
- κουντούρα
- → και δείτε τη λέξη κουντουρίζω
Πηγές επεξεργασία
- ἀποκουντουρίζω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- ἀποκουντουρίζω σελ.50, Τόμος 3, & σελ.427, Τόμος 3 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.