Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀποθετικόν ῥῆμα → δείτε τις λέξεις ἀποθετικός και ῥήμα < μεταφραστικό δάνειο από την υστερολατινική verbum deponens → και δείτε τη λέξη ἀποθετικός (ανακεφαλαιωτικός). Η ονομασία, επειδή αρχικά θεωρήθηκε ότι είχαν αποβάλει, είχαν αποθέσει την ενεργητική μορφή τους

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

ἀποθετικόν ῥῆμα ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία