Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ἀποδίδου

  • β΄ πρόσωπο ενικού στην προστακτική ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἀποδίδωμι
→ δείτε τη λέξη  ἀποδίδωμι