Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀπαρέσκω < από + ἀρέσκω

  Ρήμα επεξεργασία

ἀπαρέσκω,

χάνω την εύνοια κάποιου, δυσαρεστώ

Αντώνυμα επεξεργασία