Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀντικειμενοποίησις αἱ ἀντικειμενοποιήσεις
      γενική τῆς ἀντικειμενοποιήσεως τῶν ἀντικειμενοποιήσεων
      δοτική τῇ ἀντικειμενοποιήσει ταῖς ἀντικειμενοποιήσεσι(ν)
    αιτιατική τὴν ἀντικειμενοποίησιν τὰς ἀντικειμενοποιήσεις
     κλητική ! ἀντικειμενοποίησι ἀντικειμενοποιήσεις
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀντικειμενοποίησις < ἀντικειμενοποιῶ + -σις (μαρτυρείται από το 1891)[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀντικειμενοποίησις θηλυκό

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 101, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου