Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀντέχομαι < μέση φωνή του ρήματος ἀντέχω

  Ρήμα επεξεργασία

ἀντέχομαι

  • κρατάω κάτι μπροστά μου για άμυνα
  • στηρίζομαι σε κάτι
  • προσκολλούμαι σε κάτι
  • είμαι προσηλωμένος, καταπιάνομαι με κάτι