ἀνεψιαδῆ
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἀνεψιαδέη > ἀνεψιαδῆ | αἱ | ἀνεψιαδέαι > ἀνεψιαδαῖ |
γενική | τῆς | ἀνεψιαδέης > ἀνεψιαδῆς | τῶν | ἀνεψιαδεῶν > ἀνεψιαδῶν |
δοτική | τῇ | ἀνεψιαδέῃ > ἀνεψιαδῇ | ταῖς | ἀνεψιαδέαις > ἀνεψιαδαῖς |
αιτιατική | τὴν | ἀνεψιαδέην > ἀνεψιαδῆν | τὰς | ἀνεψιαδέᾱς > ἀνεψιαδᾶς |
κλητική ὦ! | ἀνεψιαδέη > ἀνεψιαδῆ | ἀνεψιαδέαι > ἀνεψιαδαῖ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀνεψιαδέᾱ > ἀνεψιαδᾶ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀνεψιαδέαιν > ἀνεψιαδαῖν | ||
1η κλίση, ομάδα 'γαλέη γαλῆ', Κατηγορία 'γαλῆ' όπως «γαλῆ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἀνεψιαδῆ, συνηρημένος τύπος κατάληξης -έη
Ουσιαστικό επεξεργασία
ἀνεψιαδῆ θηλυκό (αρσενικό ἀνεψιαδοῦς)
- (οικογένεια) κόρη πρώτου ξαδέρφου ή πρώτης ξαδέρφης
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- ἀνεψιαδῆ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.