Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀνεπίξεστος < ἀν- στερητικό + επί + -ξεστος (< ἐπιξέω)

  Επίθετο επεξεργασία

ἀνεπίξεστος

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη ξέω

  Πηγές επεξεργασία