Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀναρρέω < ἀνά + ῥέω

  Ρήμα επεξεργασία

ἀναρρέω πιθανόν ταυτόσημο με το ἀναρρύω

  1. ρέω ανάποδα από την κανονική ροή, προς τα επάνω
  2. ανασύρω

Συγγενικά επεξεργασία

Σημειώσεις επεξεργασία