Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀναπράττω < ἀνά + πράττω < *πραγjω (ρίζα πραγ- με πρόσφυμα j + ω)

  Ρήμα επεξεργασία

ἀναπράττω

  • απαιτώ και εισπράττω πιεστικά ή και βίαια χρέος οικονομικό καθώς και με τον ίδιο τρόπο επιτυγχάνω την εκπλήρωση άλλης υποχρέωσης και υπόσχεσης