ἀναπράττω
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
ἀναπράττω
- απαιτώ και εισπράττω πιεστικά ή και βίαια χρέος οικονομικό καθώς και με τον ίδιο τρόπο επιτυγχάνω την εκπλήρωση άλλης υποχρέωσης και υπόσχεσης
ἀναπράττω