Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀναλόω < ἀνά + Fαλ + ο + ω

  Ρήμα επεξεργασία

ἀναλόω - ἀναλῶ (συνηρημένο)

  • ρήμα ταυτόσημο σε έννοια και με κοινούς τύπους με το ἀναλίσκω