Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀνακυπόω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

ἀνακυπόω - ἀνακυπῶ (συνηρημένο)

  1. αναποδογυρίζω, ανατρέπω
  2. (μεταφορικά) ανατρέπω


  Πηγές επεξεργασία