ἀναισθητέω
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἀναισθητέω < ἀναίσθητος
Ρήμα επεξεργασία
ἀναισθητέω και ἀναισθητεύω και ἀναισθηταίνω, - ἀναισθητῶ (συνηρημένο)
- δεν έχω συναίσθηση, είμαι ημιλυπόθυμος, δεν έχω τις κανονικές αισθήσεις μου
- συμφορῶν ἀναιαθητέω / ἀναιαθητέω ταλαιπωρίας
- δεν έχω αίσθηση, δεν αντιλαμβάνομαι κάτι με κάποια αίσθησή μου
- δεν έχω συναίσθηση, δεν εκτιμώ κάτι σωστά