Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀνέμιν < ἄνεμ(ος) + -ιν

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀνέμιν ουδέτερο