Δείτε επίσης: ανέγνωρος

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀνέγνωρος < ἀνέ- στερητικό + ἄγνωρος [1]
→ δείτε και το νεοελληνικό ανέγνωρος

  Επίθετο επεξεργασία

ἀνέγνωρος

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη γνωρίζω

  Αναφορές επεξεργασία

  1. ἀνέγνωρος Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα]. 

  Πηγές επεξεργασία