Δείτε επίσης: Ἀνάληψις

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀνάληψις < ἀνά- + λαμβάνω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀνάληψις θηλυκό

  1. το ανέβασμα με τη χρήση ταινίας ή επιδέσμου
  2. η ανάκτηση των δυνάμεων
  3. η επανόρθωση σφάλματος
  4. (θρησκεία) η άνοδος στον ουρανό