Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀμβλίσκω < ρίζα αμλ όπως και στο αμβλύς

  Ρήμα επεξεργασία

ἀμβλίσκω και ἀβλύσκω και ἀμβλόω και ἀμβλώω

  1. (ιατρική) προκαλώ άμβλωση
  2. (ιατρική) αποβάλλω βίαια, με επέμβαση

Συγγενικά επεξεργασία