Δείτε επίσης: αμάντα

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀμάντα < γαλλική amende (μεσαιωνικός τύπος: amande)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀμάντα θηλυκό (επίσης αποτελεί κυπριακό ιδίωμα)

  1. (για εμπόλεμη κατάσταση) βελτίωση, καλυτέρευση
  2. (για ψυχική κατάσταση) ανακούφιση, θεραπεία
  3. έλεος, οίκτος

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία