Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

ἀκυρῶ

  • συνηρημένος τύπος του ἀκυρόω (α΄πρόσωπο οριστικής και υποτακτικής ενεστώτα)