Δείτε επίσης: Ἀκρόπολις

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀκρόπολῐς αἱ ἀκροπόλεις
      γενική τῆς ἀκροπόλεως τῶν ἀκροπόλεων
      δοτική τῇ ἀκροπόλει ταῖς ἀκροπόλεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ἀκρόπολῐν τὰς ἀκροπόλεις
     κλητική ! ἀκρόπολῐ ἀκροπόλεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀκροπόλει
γεν-δοτ τοῖν  ἀκροπολέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀκρόπολις, ήδη στην Οδύσσεια -στην Ιλιάδα : «ἐν πόλει ἄκρῃ» Ὅμηρος, Ἰλιάς, 6 (Ζ), στίχ. 88 < λεξικό σύνθετο, συναρπαγή της έκφρασης «ἄκρα πόλις» → δείτε τη λέξη ἄκρος (το ακραίο σημείο πόλης, συνήθως με φρούριο)[1] Μορφολογικά, ἀκρό- + -πολις.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀκρόπολις αρσενικό

  1. το πιο ακραίο σημείο μιας πόλης
  2. (συνεκδοχικά) το φρούριο ή οχυρό που υπήρχε στο ψηλότερο σημείο της πόλης
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 8 (θ. Ὀδυσσέως σύστασις πρὸς Φαίακας.), στίχ. 494
    ὅν ποτ' ἐς ἀκρόπολιν δόλον ἤγαγε δῖος Ὀδυσσεὺς

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. «ακρόπολη» (και σχόλια) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία